ἀπόσκληρος

ἀπόσκληρος
ἀπόσκληρ-ος, ον, strengthd. for σκληρός,
A very hard, Philum.Ven. 15.4, 22.1, Simp.in Ph.304.27.
2 harsh to the taste, of water, Myia Ep.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπόσκληρος — very hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκλήρως — ἀπόσκληρος very hard adverbial ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόσκληρον — ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc sg ἀπόσκληρος very hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκλήρους — ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόσκληροι — ἀπόσκληρος very hard masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”